- εξαδαχτυλία
- ηη ύπαρξη και έκτου δαχτύλου σε ένα ή περισσότερα άκρα (ανωμαλία στη διάπλαση).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαδάχτυλος, -η — ο 1. που έχει μήκος έξι δαχτύλων. 2. που έχει εξαδαχτυλία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)